http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=15266&m=S06&aa=1
Γιατί μισούμε την Αμερική;
Πώς ο αντιαμερικανισμός ρίζωσε στη χώρα μας αγκαλιάζοντας μεγάλα τμήματα της
ελληνικής κοινωνίας
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ
Το ζήτημα της πολιτικής κουλτούρας και ειδικότερα του ρόλου του
αντιαμερικανισμού στην ελληνική εξωτερική πολιτική είναι ένα από τα βασικά
αυτών των δύο βιβλίων. Ο Στεφανίδης μάλιστα, παραθέτοντας έρευνες κοινής
γνώμης που πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό των αμερικανικών υπηρεσιών κατά
τη δεκαετία του 1950 και 1960, δείχνει ότι ένα αίσθημα που στα τέλη της
δεκαετίας του 1940 περιοριζόταν κυρίως στους οπαδούς της κομμουνιστικής
Αριστεράς άγγιξε και άλλα ακροατήρια ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Η εμπλοκή μάλιστα άλλων παραγόντων, όπως η Εκκλησία, και ομάδων πίεσης
βοήθησε καταλυτικά στο ρίζωμα αυτού του συναισθήματος. Η δικτατορία του 1967
και η εισβολή στην Κύπρο το 1974 έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην όξυνση του
αντιαμερικανισμού στη Μεταπολίτευση. Καμία κυβέρνηση πλέον δεν μπορούσε να
τον υποτιμήσει ως παράγοντα. Ο Μητσοτάκης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «το
ΠαΣοΚ εκμεταλλεύτηκε συστηματικά τα αντιαμερικανικά αισθήματα του ελληνικού
εκλογικού σώματος» και πως «ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός που εκφράστηκαν με
τη μορφή ριζοσπαστικών προτάσεων εξωτερικής πολιτικής αποτελούν τον βασικό
συντελεστή της εκτόξευσης του ΠαΣοΚ από δευτερεύουσα πολιτική δύναμη στην
πρώτη εκλεγμένη σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ελλάδας».
Οι ομάδες συμφερόντων
Μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ των δύο βιβλίων σχετίζεται με τη
διαφορετική εκτίμησή τους για τον βαθμό ελέγχου της εξωτερικής πολιτικής από
την κυβέρνηση. Στο βιβλίο του Μητσοτάκη υπονοείται ότι μια υπεύθυνη πολιτική
ηγεσία μπορεί να χαράζει πολιτικές περισσότερο αυτονομημένες από ιδεολογικές
προκαταλήψεις και εσωτερικές πολιτικοκοινωνικές πιέσεις, λαμβάνοντας υπόψη
το μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας. Ο Στεφανίδης από την πλευρά του δίνει
μεγαλύτερη έμφαση στον ρόλο των ομάδων συμφερόντων και στο βάρος της
πολιτικής κουλτούρας. *Ο τελευταίος απαντά ξεκάθαρα στην ερώτηση που ο ίδιος
θέτει, γιατί μονοκομματικές κυβερνήσεις με ισχυρή πλειοψηφία όπως αυτές του
Παπάγου, του Καραμανλή και του Παπανδρέου δεν προσάρμοσαν την πολιτική τους
στο Κυπριακό σε πιο ρεαλιστική κατεύθυνση.
Σχόλιο: Δηλαδή, ο κ. καθηγητής αναρωτιέται γιατί οι μεταπολεμικές
κυβερνήσεις της Ελλάδος δεν ήταν... περισσότερο ακόμη αμερικανόδουλες από
όσο ήδη ήταν (ο Παπάγος λιγότερο κατ' εμέ)!**
Εξηγείται λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους και του ενστίκτου επιβίωσης
που οι έλληνες πολιτικοί δείχνουν απέναντι στην αμυντική, εθνοκεντρική,
ξενοφοβική και αντιδυτική εκδοχή του ελληνικού εθνικισμού.
**Σχόλιο: **Δηλαδή κάνουμε λάθος όσοι έχουμε την εντύπωση ότι από την
δεκαετία του '50 μέχρι σήμερα η χώρα κυβερνάται από ξενόδουλους
καρπαζοεισπράκτορες. Στην πραγματικότητα, κατά τον κ. καθηγητή, η Ελλάς
εκυβερνάτο από... σκληρούς και ασυμβίβαστους εθνικιστές!*
*Ετσι οι κυβερνήσεις γίνονται εξαρτημένες από βαθιές δυνάμεις της ελληνικής
κοινωνίας και η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να χαραχθεί με ορθολογικά
κριτήρια.*
*Σχόλιο: Μα, εγώ νόμιζα ότι το να εξαρτάται η κυβέρνηση από την κοινωνία
λέγεται, εξ ορισμού, «δημοκρατία»!*
Οι πρόσφατες εξελίξεις στο θέμα της ονομασίας της πΓΔΜ αναζωπύρωσαν, εκτός
από ένα πρόβλημα διεθνούς πολιτικής, την εσωτερική αναταραχή που παράγει το
ζήτημα. Στην πραγματικότητα, ο προσεκτικός πολίτης καταλαβαίνει ότι οι
εσωτερικές διαστάσεις του θέματος είναι για την κυβέρνηση εξίσου, αν όχι
περισσότερο, σοβαρές με τις εξωτερικές. Πάντως η σχέση ανάμεσα στο πολιτικό
σύστημα και στην εξωτερική πολιτική δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τον κλάδο των
διεθνών σχέσεων. Οπως σημειώνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, «κατά τους
επιστήμονες αυτούς η εξωτερική πολιτική αρχίζει εκεί ακριβώς όπου τελειώνει
η εσωτερική πολιτική· η φύση και η δομή του διεθνούς περιβάλλοντος είναι
αυτά που τελικά προσδιορίζουν τη θέση και τον ρόλο του κράτους μέσα στο
σύνολο της διεθνούς κοινότητας».
*Η ακραία προέκταση - και σε σημαντικό βαθμό παραμόρφωση - αυτής της λογικής
είναι η διαδεδομένη αντίληψη και στη χώρα μας, ότι οι κυβερνήσεις δεν είναι
παρά απολύτως υποταγμένες στη θέληση των δυνατών, πως αποτελούν πιόνια στα
χέρια ισχυρών κρατών. Τέτοιου είδους συνωμοτικές θεωρίες βρήκαν ιδιαίτερη
απήχηση στην κοινή γνώμη της χώρας*,
*Σχόλιο: Μα, ο ίδιος δεν μάς είπε παραπάνω ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να...
«προσαρμόζονται» σε... «ρεαλιστική κατεύθυνση»;!*
και πάνω σε αυτές καλλιεργήθηκαν και άλλες μανιχαϊστικές προσεγγίσεις των
εξωτερικών θεμάτων. Αντίθετα από τον κλάδο των διεθνών σχέσεων, την πολιτική
επιστήμη απασχόλησε ήδη αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η σχέση ανάμεσα
στη φυσιογνωμία του πολιτικού συστήματος και στις στρατηγικές της εξωτερικής
πολιτικής. Για παράδειγμα, η σχολή του ολοκληρωτισμού (Αρεντ, Φρίντριχ,
Μπρεζίσκι κ.ά.) θεωρούσε ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα διαμορφώνουν την
εξωτερική πολιτική τους στη βάση της πεποίθησης πως το σύνολο του πλανήτη
μπορεί να κατακτηθεί και να μπει υπό τη δική τους ηγεμονία και ότι ο
επεκτατισμός του ολοκληρωτισμού είναι διαρκής και χρησιμοποιεί γι' αυτόν τον
σκοπό όλες τις μορφές δράσης, ειρηνικές και βίαιες.
Κομματικός ανταγωνισμός
Αν όμως ο ιδεολογικός παράγοντας έμοιαζε να είναι κρίσιμος στη συσχέτιση των
ολοκληρωτικών καθεστώτων και της εξωτερικής πολιτικής τους, δεν συμβαίνει το
ίδιο όταν ερχόμαστε να εξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στις δημοκρατίες και στην
εξωτερική πολιτική. Αυτή είναι τουλάχιστον η μία οπτική υπό το πρίσμα της
οποίας μπορεί κανείς να δει τα δύο βιβλία. Οι συγγραφείς εξετάζουν τη
σύνθετη διαδικασία παραγωγής εξωτερικής πολιτικής μέσα σε ένα ανταγωνιστικό
πολιτικό σύστημα. Εντοπίζουν και ερμηνεύουν τα όρια της κρατικής πολιτικής
στα εξωτερικά θέματα έτσι όπως αυτά τίθενται από την πολιτική κουλτούρα της
κοινωνίας και τις στρατηγικές του κομματικού ανταγωνισμού.
Εξετάζοντας δύο κρίσιμες περιόδους για τα εξωτερικά θέματα της χώρας, οι
συγγραφείς δείχνουν με πολύ σαφήνεια ότι η σχέση εσωτερικής και εξωτερικής
πολιτικής είναι πολύ περισσότερο στενή και σύνθετη απ' όσο συχνά φαντάζεται
ο μέσος πολίτης. Με άλλα λόγια, *οι πολιτικές ηγεσίες διαμορφώνουν τις
στρατηγικές τους στα εξωτερικά θέματα όχι αποκλειστικά, και ίσως ούτε καν
κυρίως, με βάση το «εθνικό συμφέρον»*,
*Σχόλιο: Καλά, δεν είχαμε ποτέ και τέτοιες αυταπάτες, ότι κριτήριο των
πολιτικών ηγεσιών είναι το... εθνικό συμφέρον! (Αλλά, όταν τό λέμε εμείς,
μάς αποκαλούν «συνωμοσιομανείς».)*
αλλά πρόκειται για ένα σύνθετο μείγμα ιδεολογίας, τακτικών ελιγμών,
εκλογικού και κομματικού ανταγωνισμού, διεθνών συσχετισμών και πιέσεων. Από
μιαν άποψη μπορεί να θεωρήσει κανείς τις δύο αυτές προσεγγίσεις ως
αποτέλεσμα της θέσης των συγγραφέων. Ενεργός πολιτικός ο ένας, ακαδημαϊκός ο
άλλος, ίσως επιβεβαιώνουν αυτή την παλιά ρήση για την αισιοδοξία της
βούλησης και την απαισιοδοξία της γνώσης. Οπως και να έχει πάντως, πρόκειται
για δύο ιδιαίτερα χρήσιμα βιβλία, που ο τρόπος γραφής τους τα καθιστά και
απολαυστικά στην ανάγνωση.
[Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Βαλκανικών,
Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.]
Κωδικός άρθρου: B15266S061
ID: 292113
No comments:
Post a Comment